- ηιόεις
- ἠϊόεις, -εσσα, -εν (Α)1. (πιθ. ερμην.) αυτός που έχει ψηλές, απότομες όχθες («καθεῑσεν ἐπ' ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ», Ομ. Ιλ.)2. αυτός που έχει πολλά καλάμια, πλούσιος σε καλαμιώνες3. πιθ. λιβάδι4. αυτός που βρίσκεται ή που έρχεται κοντά στην ακτή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ως προσδιοριστικό τού ποταμού Σκαμάνδρου θα μπορούσε να θεωρηθεί παράγωγο τού ηιών *, το οποίο δηλώνει τη θαλάσσια επίπεδη ακτή. Ως προσδιοριστικό όμως τού πέδιον «πεδιάδα» θα μπορούσε να συνδεθεί με το ήια*(Ι) «τροφή, προμήθειες», με τη σημασία «εύφορος» ή και με το ῄα*(ΙΙ) με τη σημασία «πλούσιος σε καλάμια», η οποία ταιριάζει και στον προσδριορισμό τού Σκαμάνδρου].
Dictionary of Greek. 2013.